Άρθρο του Foreign Affairs για το κατασκοπικό παιχνίδι της Μόσχας
Το κατασκοπικό παιχνίδι της Μόσχας
Γιατί η Ρωσία κερδίζει τον πόλεμο πληροφοριών στην Ουκρανία
Οκτώ εβδομάδες αφότου η νέα κυβέρνηση και οι φιλο-ρώσοι αυτονομιστές τής Ουκρανίας στα ανατολικά τής χώρας συμφώνησαν σε κατάπαυση του πυρός, ο πόλεμος εξακολουθεί να σιγοβράζει.
Διεξάγεται με όπλα και ρουκέτες στο έδαφος και με προειδοποιήσεις και κυρώσεις στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Όμως, σχεδόν αόρατα, ο πόλεμος επίσης διεξάγεται κατά μήκος μιας τρίτης διάστασης: Εκείνης των πληροφοριών. Σε αυτό το μέτωπο, τόσο η Ουκρανία όσο και η Δύση αγωνίζονται να αντιμετωπίσουν το τεράστιο πλεονέκτημα της Ρωσίας.
Για τους νέους ηγέτες τού Κιέβου που εξακολουθούν να αγωνίζονται για να στήσουν στα πόδια της την χώρα τους αφότου οι λαϊκές διαδηλώσεις ανέτρεψαν την φιλο-ρωσική κυβέρνηση του προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς πέρυσι, οι ακριβείς και αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με τους αντάρτες στα ανατολικά είναι κρίσιμες. Αλλά η συγκέντρωση πληροφοριών σχετικά με τους στόχους, τις προθέσεις και τις δυνατότητες των ανταρτών -πόσω μάλλον εκείνες για την ρωσική κυβέρνηση που τους υποστηρίζει- είναι σχεδόν αδύνατη. Καθώς το Κίεβο προσπαθεί να αντιδράσει στις πρωτοβουλίες των Ρώσων και των ανταρτών, τόσο στρατιωτικά όσο και πολιτικά, που συχνά έχει μόνο μια αμυδρή ιδέα για το αν αντιπροσωπεύουν σοβαρές κινήσεις ή προσποιήσεις και τι τελικό σκοπό επιδιώκουν. Ακόμα και οι αριθμοί τού πλήθους των ανταρτών και των όπλων που έχουν αποκτήσει από την Ρωσία αποτελούν συχνά κάτι περισσότερο από εικασίες. Εν τω μεταξύ, η Μόσχα απολαμβάνει μια σημαντική υπεροχή έναντι του Κιέβου σε ό,τι αφορά στις πληροφορίες –οι Ρώσοι πράκτορες έχουν διεισδύσει σε βάθος στις ουκρανικές επικοινωνίες και δομές διοίκησης- και χρησιμοποιεί αυτό το πλεονέκτημα για να γείρει περαιτέρω το παιχνίδι υπέρ της.
Ο χρόνος δουλεύει εναντίον τής Ουκρανίας. Για να αντιστραφεί η τάση, το Κίεβο δεν πρέπει μόνο να ενισχύσει τις προσπάθειες συλλογής πληροφοριών και αντικατασκοπείας, αλλά να το πράξει ενώ θα αναμορφώνει ριζικά τον μηχανισμό ασφαλείας τής Ουκρανίας. Το να στηριχτεί στην Δυτική συνδρομή θα δώσει μικρή βοήθεια: Η Δύση, επίσης, είναι ελλειμματική σε αξιόπιστες πηγές στην ανατολική Ουκρανία και υπερκεράζεται από την προηγούμενη προετοιμασία της Ρωσίας. Η εν εξελίξει πολιτική μετάβαση της Ουκρανίας και οι βουλευτικές εκλογές τού περασμένου Σαββατοκύριακου δίνουν στην κυβέρνησή της ένα παράθυρο ευκαιρίας για να διεκδικήσει εκ νέου τον έλεγχο αυτού του βασικού μέσου πολιτικής ασφαλείας. Σε αντίθετη περίπτωση, η αξιοπιστία τής Ουκρανίας και της κυριαρχίας της, αμφότερες θα συνεχίσουν να βρίσκονται υπό αμφισβήτηση.
ΣΤΗΝ ΠΙΣΩ ΑΥΛΗ ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ
Τέσσερις παράγοντες έχουν δώσει στην Ρωσία προβάδισμα στον συνεχιζόμενο πόλεμο πληροφοριών. Πρώτον, η Ρωσία προετοιμαζόταν από καιρό για το είδος τής σύγκρουσης που εξελίσσεται στην Ουκρανία –το είδος που συνδυάζει την κατασκοπεία με την δύναμη πυρός, την οικονομική πίεση, τον πόλεμο πληροφοριών και τους πολιτικούς ελιγμούς. Οι ρωσικές Υπηρεσίες πληροφοριών χρησιμοποιούν όλα αυτά τα εργαλεία αβίαστα, μια ικανότητα που κληρονόμησαν από τους σοβιετικούς προκατόχους τους και βελτιώθηκε περαιτέρω για τον σημερινό κόσμο, στον οποίο η επιρροή αφορά τόσο πολύ στην οικονομική ισχύ και την ικανότητα να γυρνά την ιστορία όσο και στα πραγματικά γεγονότα επί του εδάφους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και ο επικεφαλής τού ρωσικού στρατού, στρατηγός Valery Gerasimov, παραδέχτηκε την περασμένη χρονιά ότι τα «μη στρατιωτικά μέσα» έχουν γίνει απαραίτητα στην Ρωσία και μερικές φορές ακόμη και υπερβαίνουν σε σημασία την παραδοσιακή δύναμη πυρός.
Δεύτερον, οι ρωσικές μυστικές Υπηρεσίες διατηρούσαν για δεκαετίες μια σταθερή βάση στην Ουκρανία -μια παρουσία με ρίζες στην σοβιετική ιστορία, όταν η δομή ασφάλειας τής Ουκρανίας ήταν απλά το τοπικό υποκατάστημα της KGB. Ρώσοι πράκτορες που συνήθως εργάζονται για την Υπηρεσία Ασφαλείας τής Ρωσικής Ομοσπονδίας (FSB), διαδόχου τής KGB, διαπερνούν την ουκρανική αστυνομία και τις μυστικές Υπηρεσίες. Συμπαθούντες και πράκτορες τής Ρωσίας, πολλοί από τους οποίους ανήκουν στην GRU, την αναζωογονημένη στρατιωτική Υπηρεσίας πληροφοριών τής Ρωσίας [1], συμπληρώνουν τις τάξεις τού ουκρανικού στρατού. Εξοπλισμένη με μια σειρά από εργαλεία -από τους ενσωματωμένους κατασκόπους ως τις παρακολουθήσεις των επικοινωνιών- η GRU είναι επιφορτισμένη με τον εντοπισμό των ουκρανικών στρατιωτικών μονάδων, με την αποκάλυψη των σχεδίων τους, καθώς και την διεξαγωγή παραστρατιωτικών επιχειρήσεων εναντίον τους. Η ρωσική Υπηρεσία Εξωτερικών Πληροφοριών και το Υπουργείο Εσωτερικών, ομοίως, έχουν επίσης οικοδομήσει εκτεταμένα δίκτυα στην χώρα. Ειδικότερα, η μακροχρόνια σχέση τού Υπουργείου Εσωτερικών Υποθέσεων με τον τοπικό ομόλογό του, το ουκρανικό Υπουργείο Εσωτερικών, έχει επιτρέψει στην Υπηρεσία να εντοπίζει εύκολα Ουκρανούς ομολόγους που επιδέχονται στρατολόγηση από την FSB.
Τρίτον, οι ρωσικές δυνάμεις πληροφοριών διατηρούν μια σημαντική επιτόπια παρουσία - τόσο ανοιχτή όσο και μυστική- κοντά στα ουκρανικά σύνορα. Έχουν επωφεληθεί πλήρως από την ελεύθερη κυκλοφορία των ανθρώπων μεταξύ των δύο χωρών, την οποία η Ουκρανία έχει μέχρι στιγμής κάνει ελάχιστα για να ανακόψει. Για παράδειγμα, υπάρχουν στοιχεία [2] ότι οι ρωσικές μυστικές Υπηρεσίες έχουν ανακρίνει Ουκρανούς πρόσφυγες που περνούν στην Ρωσία, με το πρόσχημα της συλλογής δεδομένων σχετικά με εγκλήματα πολέμου. Τα θέματα της ανάκρισης θα μπορούσαν να παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τις ουκρανικές κυβερνητικές δυνάμεις που μάχονται την εξέγερση, από τις θέσεις των στρατοπέδων τους μέχρι τις τακτικές που χρησιμοποιούν.
Και, τέλος, η Μόσχα είχε το πλεονέκτημα της πρώτης κίνησης από την έναρξη της σύγκρουσης. Οι ανώτερες ικανότητες κατασκοπείας της σήμαιναν ότι μπορούσε να αντέξει να κρατήσει τις επιλογές της ανοικτές, αλλάζοντας την στρατηγική της και τους στόχους της ανά εβδομάδα. Στην πραγματικότητα, ο μόνος σαφής στόχος τής Μόσχας ήταν να αποτρέψει το Κίεβο από την καταστολή των επαναστατών -μια δουλειά στην οποία έχει αποδειχθεί αρκετά επιτυχής.
ΜΗΝ ΕΜΠΙΣΤΕΥΕΣΑΙ ΚΑΝΕΝΑΝ
Η απάντηση του Κιέβου στην πρόκληση της Μόσχας ήταν εξαιρετικά πρόχειρη. Η κυβέρνηση δεν ήταν σε θέση να εμπιστεύεται τις δικές της στρατιωτικές και αστυνομικές Υπηρεσίες ασφαλείας, υποψιαζόμενη δικαίως ότι είναι γεμάτες με στρατολογημένους υπέρ τής Μόσχας. Οι Ουκρανοί αξιωματούχοι υπερεκτίμησαν πιθανώς τον πραγματικό βαθμό τής ρωσικής διείσδυσης, αλλά η έλλειψη εμπιστοσύνης στις δικές τους τακτικές δυνάμεις τούς ανάγκασε να βασιστούν περισσότερο στις άτυπες πολιτοφυλακές από νωρίς στην εκστρατεία. Το γεγονός ότι ορισμένες από αυτές τις παραστρατιωτικές ομάδες έτρεφαν αντι-ρωσικές, ακροδεξιές απόψεις απλώς τροφοδότησε την σύγκρουση.
Το Κίεβο έκτοτε εργάζεται για να ξεδιαλέξει τους αξιωματικούς των δυνάμεων [ασφαλείας], αλλά αυτή είναι μια δύσκολη μάχη. Κατά ειρωνικό τρόπο, ο πιο αδύναμος κρίκος είναι η Υπηρεσία Ασφαλείας τής Ουκρανίας (SBU) –ακριβώς η οργάνωση που είναι επιφορτισμένη με το κυνήγι ξένων κατασκόπων και που υποστηρίζει την εκστρατεία αντι-εξέγερσης στα ανατολικά. Μέχρι τις αρχές τού τρέχοντος έτους, περί το 30% [3] του προσωπικού της θα μπορούσε να ήταν Ρώσοι πράκτορες, σύμφωνα με έναν εξέχοντα Ουκρανό ειδικό σε θέματα ασφάλειας. Υπό με το καθεστώς τού Γιανουκόβιτς, η βαθιά ρωσική εμπλοκή στην SBU ήταν κοινό μυστικό. Ο πρώην αναπληρωτής επικεφαλής τού οργανισμού, για παράδειγμα, παραδέχτηκε το 2010 [4] ότι όχι μόνο υπήρχαν Ρώσοι πράκτορες μέσα στις τάξεις τής SBU, αλλά η οργάνωση είχε μια επίσημη συμφωνία με την FSB, διατυπωμένη στο πρωτόκολλο συνεργασίας τού 2010, που επέτρεπε στην Μόσχα να στρατολογεί πράκτορες μέσα από την ουκρανική κυβέρνηση. Τον Δεκέμβριο του 2013, μια ομάδα από 30 αξιωματικούς τής FSB πήραν μέρος σε εκπαιδευτικές ασκήσεις τής SBU και συναντήθηκαν με τον διευθυντή της, ο οποίος έκτοτε διέφυγε στην Ρωσία, μαζί με δύο πρώην βουλευτές και δύο πρώην επικεφαλής τμημάτων τής Υπηρεσίας.
Ο νέος επικεφαλής τής SBU, Valentyn Nalyvaichenko, κληρονόμησε μια Υπηρεσία τής οποίας το προσωπικό ήταν αναξιόπιστο και της οποίας τα μυστικά είχαν ήδη λεηλατηθεί. Επιβεβαίωσε σε πρόσφατες συνεντεύξεις που, την παραμονή τής αποπομπής τού Γιανουκόβιτς, ότι οι Ρώσοι πράκτορες λεηλάτησαν το ουκρανικό θησαυροφυλάκιο πληροφοριών, αφαιρώντας «φακέλους, αρχεία, τα πάντα που αποτελούν την βάση για μια επαγγελματική Υπηρεσία πληροφοριών». Από τότε, η Υπηρεσία έχει δει μαζικές εναλλαγές προσωπικού, καθώς οι νέοι ηγέτες έσπευσαν να αντικαταστήσουν τα παλαιά στελέχη με πιστούς νεοσύλλεκτους. Και οι απολύσεις πρόκειται να συνεχιστούν. Στα μέσα Οκτωβρίου, το Κίεβο εισήγαγε έναν νέο νόμο [5] με στόχο το ξερίζωμα αμετανόητων της σοβιετικής εποχής από όλα τα επίπεδα της κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένου του μηχανισμού ασφαλείας, εκ των οποίων περίπου το 20% είτε είχαν εργαστεί για την σοβιετική KGB είτε σπούδασαν στην ακαδημία της, σύμφωνα με τον Nalyvaichenko.
Αυτό το ξεκαθάρισμα φέρνει βαρύ κόστος στην εμπειρία και τον επαγγελματισμό. Όπως μου το έθεσε ένας αξιωματικός τής Υπηρεσίας πληροφοριών των ΗΠΑ, «Μερικοί από αυτούς [τους νεοπροσληφθέντες] εξακολουθούν να είναι παιδιά. Θα ωριμάσουν , αλλά είναι υποχρεωμένοι να κάνουν δουλειά που δεν είναι πραγματικά εκπαιδευμένοι ή αρκετά έμπειροι να κάνουν». Και θα μπορούσε να πάρει μήνες ή ακόμα και χρόνια για να αποκατασταθεί πλήρως η SBU ως μια αξιόπιστη Υπηρεσία. Αναπόφευκτα, κάποια ταλέντο και τεχνογνωσία θα χαθεί για το τίποτα: Δεν κατέληξε κάθε πρώην εκπαιδευμένος από την KGB να γίνει κατάσκοπος των Ρώσων. Και, από τους αξιωματικούς οι οποίοι παραμένουν, κάποιοι που εμφανίζονται άψογα πιστοί και δεν έχουν δεσμούς με την Μόσχα θα μπορούσε να εξακολουθούν να υποπίπτουν στην ρωσική δωροδοκία ή τον εκβιασμό. Αν και η λαβή τής Ρωσίας στην SBU έχει γίνει ασθενέστερη από τότε που η νέα κυβέρνηση ανέλαβε τα καθήκοντά της, σίγουρα δεν εξαφανίστηκε.
ΤΟ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΔΡΑΣ
Το Κίεβο δεν είναι η μόνη πρωτεύουσα που αγωνίζεται για να αντιμετωπίσει το πλεονέκτημα της Μόσχας. Στρατηγιστές σε όλη την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν παρόμοιο πρόβλημα να προσαρμοστούν στον νέο υβριδικό πόλεμο στο ανατολικό τμήμα τής Ουκρανίας. Πριν ξεσπάσουν οι εχθροπραξίες την περασμένη άνοιξη, η Δύση δεν είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με τις πληροφορίες στην Ουκρανία, εστιάζοντας τους σχετικούς πόρους της στην Ασία, την Μέση Ανατολή και την Ρωσία. Η παράλειψη αυτή έχει κοστίσει στους Δυτικούς συμμάχους τής Ουκρανίας πολύτιμο χρόνο κατά την έναρξη της σύγκρουσης. Ως αποτέλεσμα, δεν έχουν πράκτορες επί τόπου και έχουν λίγες δυνατότητες να τους εισάγουν τώρα με ασφάλεια. Και η αναλυτική τους ικανότητα στην έδρα τους για να ερμηνεύσουν και να αξιολογήσουν τις όποιες λίγες πληροφορίες που μπορεί να υπάρξουν, είναι συχνά ελάχιστη.
Τα εργαλεία που είχε η Δύση στην διάθεσή της, αποδείχτηκαν οικτρά ανεπαρκή. Για παράδειγμα, αν και η Δύση, και οι Ηνωμένες Πολιτείες ειδικότερα, έχουν πολύ ανώτερη τεχνολογία, όπως η δορυφορική επιτήρηση και η ηλεκτρονική παρακολούθηση – η Ρωσία και πάλι κατάφερε να τους εκπλήξει με την προσάρτηση της Κριμαίας. Αυτό συμβαίνει επειδή η Μόσχα είχε λάβει μέτρα για την ελαχιστοποίηση των τρωτών σημείων της, συμπεριλαμβανομένου του να κρατά τις δυνάμεις της διασκορπισμένες και κρυμμένες έως ότου ήταν έτοιμες να αναπτυχθούν. Το Κρεμλίνο παραπλάνησε επίσης τους παρατηρητές με την οργάνωση στρατιωτικών ασκήσεων που άμβλυναν τις υποψίες για τις πραγματικές του προθέσεις και μετέδιδε κρίσιμες διαταγές με αγγελιαφόρους ή επίγειες γραμμές και όχι με τα πιο ευάλωτα σήματα εκπομπής.
Μόλις η σύγκρουση μετακόμισε στην ανατολική Ουκρανία, η Δύση βρέθηκε ακόμη πιο πίσω. Η πρόκληση της ενσωμάτωσης των Δυτικών πρακτόρων σε μια περιοχή που τώρα ελέγχεται από τους αυτονομιστές αποδείχθηκε πολύ δύσκολη, δεδομένου ότι τυχόν τέτοιες πηγές δεν θα ήταν σε θέση να καλλιεργήσουν «μύθους» ή να καλύψουν ταυτότητες. Όπως μου είπε ένας Βρετανός αξιωματούχος, «αυτό δεν είναι το είδος του περιβάλλοντος στο οποίο μπορείς απλά να ρίξεις ένα πράκτορα χωρίς ένα στερεό κάλυμμα, και το να χτίσεις ένα τέτοιο είδος κάλυψης παίρνει χρόνο».Επιπλέον, η περιοχή δεν έχει ξένες πρεσβείες ως καταφύγιο για πράκτορες ή για να παρέχουν ένα μέτωπο για την δουλειά τους.
Περαιτέρω, οι αυτονομιστικές Αρχές είναι απρόβλεπτες. Κάθε κατάσκοπος θα ρισκάριζε ξυλοδαρμό, φυλάκιση ή και ακόμα χειρότερα, στα χέρια των τοπικών ανταρτών, οι οποίοι είναι συχνά κάτι λίγο περισσότερο από κακοποιοί και φτιάχνουν τους δικούς τους κανόνες. Το έργο, με μια λέξη, δεν είναι τίποτα σαν κατασκοπεία σε μια ολοκληρωμένη χώρα, με σαφείς ιεραρχίες και πολιτικές. Ακόμα και το να διαπιστωθεί αν οι ηγέτες των ανταρτών ενεργούν από μόνοι τους ή ως πράκτορες της Μόσχας μπορεί να είναι εξωφρενικά δύσκολο, δεδομένου ότι η απάντηση βρίσκεται συχνά κάπου στο ενδιάμεσο.
Χωρίς αυτές τις γνώσεις, όμως, η Δυτική πολιτική θα παραμείνει τόσο αναποφάσιστη όσο είναι σήμερα. Εν τω μεταξύ, η Μόσχα χρησιμοποιεί τα πλεονεκτήματα των πληροφοριών της για να διατηρήσει το αιματηρό και άθλιο αδιέξοδο που ελπίζει ότι θα αναγκάσει τον πρόεδρο της Ουκρανίας, Petro Poroshenko, να προσφέρει σημαντικές παραχωρήσεις προς τους αυτονομιστές -το είδος των όρων που θα επιτρέψουν στον Πούτιν να διεκδικήσει τη νίκη χωρίς να έχει μπει επίσημα σε πόλεμο. Ακόμη και με κάτι λιγότερο από μια ολοκληρωμένη ειρηνευτική συμφωνία, ωστόσο, η Μόσχα κερδίζει όσο το Κίεβο χάνει.
* Ο MARK GALEOTTI είναι καθηγητής Παγκόσμιων Υποθέσεων στην Σχολή Επαγγελματικών Σπουδών στο New York University και ειδικός στην ρωσική διάταξη ασφαλείας.
(Πηγή : http://foreignaffairs.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
add your comment here