Ελληνικά Orion, συνέχεια
Σε συνέχεια προηγούμενων αναρτήσεων η παρακάτω είδηση βάζει πλέον το θέμα σε άλλο πλαίσιο.Ειδοποίηση της DSCA προς το κογκρέσο για το ελληνικό πρόγραμμα με δυνητικό κόστος 500 εκατομμυρίων δολαρίων με την Lockheed Martin σαν τον κύριο ανάδοχο και χρόνο υλοποίησης 7 χρόνια.
Τα «φτερά» των Orion
Στη δέσμη 42 προγραμμάτων προς υλοποίηση, που εισήχθη για συζήτηση και έγκριση στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής στο τέλος Ιουλίου, δύο από τα σημαντικότερα αφορούν το Πολεμικό Ναυτικό, το ένα για τον Εκσυγχρονισμό Μέσου Ζωής των φρεγατών ΜΕΚΟ 200ΗΝ και το άλλο για την επαναξιοποίηση των αεροσκαφών ναυτικής συνεργασίας P-3B.
Προς την κατεύθυνση αυτή, μάλιστα, βρίσκεται ήδη σε πρόοδο η πλήρης επαναλειτουργία της 353 Μοίρας Ναυτικής Συνεργασίας στην 112 ΠΜ, που επαναστελεχώθηκε, καθώς μετά την καθήλωση των αεροσκαφών στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, η μονάδα είχε για κάθε πρακτικό λόγο αναστείλει τη λειτουργία της και το προσωπικό, τόσο της ΠΑ όσο και του ΠΝ, είχε μετατεθεί σε άλλες υπηρεσίες. Η πρόθεση του Πολεμικού Ναυτικού, όπως είχαμε γράψει πρόσφατα, είναι η επανεκπαίδευση ιπτάμενου και τεχνικού προσωπικού, εν μέρει και με τη συνδρομή του Αμερικανικού Ναυτικού, ώστε να μπορέσουν να αξιοποιήσουν άμεσα δύο από τα αεροπλάνα. Τα τελευταία, που θα περάσουν από εργοστασιακή συντήρηση (PDM) στην Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία, θα αποκτήσουν αρκετές ώρες πτήσης, ώστε να υποστηρίζουν τις πιεστικές εθνικές ανάγκες για τα επόμενα 3-4 χρόνια.
Μέχρις εδώ το σχέδιο δεν διαφέρει πρακτικά από τα όσα βρίσκονταν στο τραπέζι το 2009-2010, όταν όμως τα αεροπλάνα αφέθηκαν χωρίς PDM με αποτέλεσμα να καθηλωθούν, οι υποδομές να διαλυθούν και να απολεστεί έτσι η δυνατότητα ναυτικής επιτήρησης από αέρος σε μεγάλες αποστάσεις, καθώς και όλες οι παρελκόμενες αποστολές που υποστήριζε ο στόλος των Orion.
Να υπενθυμίσουμε ότι τότε, όπως αποδεικνύεται από τις απαντήσεις του υπουργείου Εθνικής Άμυνας στα πλαίσια κοινοβουλευτικού ελέγχου (Αύγουστος 2010) για την τελευταία αυτή εξέλιξη, η επίσημη θέση ήταν ότι τα ΑΝΦΣ P-3B ήταν ασύμφορα για περαιτέρω εκμετάλλευση. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα σχετικά πρακτικά, «η διαμόρφωση και παλαιότητα των επιχειρησιακών συσκευών/συστημάτων τους δεν επέτρεπε πλέον την ουσιαστική επιχειρησιακή τους αξιοποίηση». Επιπλέον, όμως, το ΠΝ, δια στόματος ΥΕΘΑ, διαπίστωνε ότι «η δομική τους κατάσταση ήταν εξαιρετικά επιβαρυμένη, όπως είχε διαπιστωθεί από πρόγραμμα σχετικής αξιολόγησης για την εκτίμηση της επιχειρησιακής ζωής τους». Έτσι, το συμπέρασμα από τις δύο αυτές διαπιστώσεις και με δεδομένο, όπως αναφερόταν, «το υψηλό κόστος συντήρησης της τάξης των 2,5 εκατομμυρίων δολαρίων σε ανταλλακτικά και επισκευές, η λύση του εκσυγχρονισμού των ανωτέρω αεροσκαφών είχε εξεταστεί αλλά δεν προκρίθηκε επειδή απαιτούσε εκτέλεση εκτεταμένων εργασιών και αναβαθμίσεων, το κόστος των οποίων θα προσέγγιζε την αγορά ενός νέου αεροσκάφους».
Να σημειώσουμε ότι οι παραπάνω παρατηρήσεις δεν αφορούσαν καν την αναβάθμιση του εξοπλισμού, που επί χρόνια το ΠΝ θεωρούσε ότι κάλυπτε οριακά κάποιες από τις ανάγκες (και άφηνε άλλες ακάλυπτες), αν και προφανώς η απόκτηση των Orion σε αντικατάσταση των UH-16B Albatross ήταν τη δεκαετία του ’90 απολύτως επιβεβλημένη. Τότε, η είσοδος σε υπηρεσία των P-3B είχε θεωρηθεί σαν προσωρινή λύση και μέχρι την οριστική επίλυση του θέματος.
Με βάση, λοιπόν, το παραπάνω επίσημο σκεπτικό και πάντα σύμφωνα με τα πρακτικά της Βουλής «είχε προκύψει η ανάγκη για την κατάρτιση ενός προγράμματος πρόσκτησης 5+1 ως προαίρεση νέων αεροσκαφών, για την κάλυψη των επιχειρησιακών αναγκών του ΠΝ». Να υπενθυμίσουμε ότι ο σχετικός διαγωνισμός είχε προκηρυχθεί στις 16 Μαρτίου 2009, ματαιώθηκε όμως την 1η Σεπτεμβρίου και τελικά ακυρώθηκε τον Δεκέμβριο του 2009, όταν απορρίφθηκαν οι προτάσεις όλων των προμηθευτών που είχαν υποβληθεί. Τον ίδιο μήνα, το Ανώτατο Ναυτικό Συμβούλιο (ΑΝΣ) είχε γνωμοδοτήσει «υπέρ του άμεσου παροπλισμού των 6 αεροσκαφών P-3B».
Σύμφωνα με την τότε θέση του ΥΕΘΑ, «δεδομένης της υφιστάμενης δημοσιονομικής κατάστασης, εξετάζονταν επιτελικά με τεχνικοοικονομικά και επιχειρησιακά κριτήρια άλλες εναλλακτικές προτάσεις, ακόμη και προσωρινές με χρήση υφισταμένων αεροσκαφών της Πολεμικής Αεροπορίας». Έτσι, έκτοτε και μέχρι σήμερα κάποιο μικρό μέρος των αναγκών καλύπτουν τα C-130 της ΠΑ.
Ερχόμαστε όμως στο σήμερα και στη διαφαινόμενη πρόθεση επαναξιοποίησης των P-3, ξεπερνώντας την (άκρως) αμφιλεγόμενη απόφαση του ΑΝΣ του 2009 που οδήγησε στην καθήλωση των Orion, που ίσως θα μπορούσε να δικαιολογηθεί υπό το σκεπτικό ότι τη δεδομένη στιγμή η διατήρηση των αεροσκαφών σε χρήση ήταν οικονομικά εντελώς αδύνατη και για ένα χρονικό διάστημα έπρεπε να βρεθούν άλλες λύσεις ανάγκης.
Υπό το ίδιο πρίσμα θα μπορούσε ίσως να δικαιολογηθεί και η προσπάθεια επαναφοράς των αεροσκαφών σε υπηρεσία, όπου οι πιεστικές ανάγκες έγιναν… πιεστικότερες και γίνεται μια προσπάθεια προσωρινής και πάλι λύσης, μέχρις ότου μπορέσει να υλοποιηθεί κάποια μονιμότερη.
Είναι όμως προσωρινή λύση η πρόθεση του Πολεμικού Ναυτικού;
Σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπάρχουν, η υλοποίηση PDM είναι το πρώτο βήμα για την άμεση επιστροφή δύο αεροσκαφών σε υπηρεσία, αλλά το πρόγραμμα που φιλοδοξεί να υλοποιήσει το ΠΝ είναι η δομική ανακατασκευή και αποκατάσταση 5 +1 Orion, με δυνητική προοπτική χρήσης για 15.000 ώρες/25 ετών. Η υλοποίηση όμως ενός τέτοιου προγράμματος αποτελεί σαφώς μακροχρόνια δέσμευση στον τύπο και δημιουργεί πολλά ερωτηματικά για τη λήψη της σχετικής απόφασης, υπό το πρίσμα των όσων αποτελούσαν την επίσημη θέση του (έστω και δια στόματος ΥΕΘΑ) μόλις τέσσερα χρόνια πριν, ενώ, μάλιστα, καμία άλλη παράμετρος του θέματος δεν έχει μεταβληθεί προς το καλύτερο.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι -ανεπισήμως, αλλά εκπεφρασμένη πολλές φορές- η θέση διαδοχικών ηγεσιών του Πολεμικού Ναυτικού ήταν πως το τετρακινητήριο P-3B δεν αποτελούσε την ιδανική πλατφόρμα του αεροσκάφους ναυτικής συνεργασίας για τις ελληνικές ανάγκες και ότι θα έπρεπε να αναζητηθεί ένα πολύ πιο οικονομικό σε κτήση αλλά κυρίως (μακροχρόνια) χρήση (δικινητήριο) αεροπλάνο, που να αναλάβει τον σχετικό ρόλο και καθήκοντα. Οι πληροφορίες, μάλιστα, αναφέρουν ότι ο μοναδικός λόγος που η πρόθεση αυτή δεν εκφράστηκε μέσα από τον διαγωνισμό του 2009 ήταν ότι ο περαιτέρω προσδιορισμός της πλατφόρμας ίσως θεωρείτο «φωτογραφική διάταξη και θα άνοιγε παράθυρο για ενστάσεις».
Το θέμα όμως εάν μια δικινητήρια ελαφρότερη πλατφόρμα, όπως για παράδειγμα αυτή που έχει αναπτύξει η Τουρκία με δύο διαφορετικούς τύπους -αλλά και άλλες χώρες με αντίστοιχες ανάγκες με τις ελληνικές-, είναι καταλληλότερη του P-3 δεν θα μας απασχολήσει εδώ, καθώς θα αποτελέσει θέμα μελλοντικού άρθρου μας.
Το ερώτημα εδώ είναι εάν η δέσμευση στα υφιστάμενα Orion μπορεί με κάποιο τρόπο να δικαιολογηθεί και μάλιστα με τη δαπάνη που φέρεται να προϋπολογίζεται ακόμη και για την πρώτη φάση της δομικής ανακατασκευής τους. Είναι γενικότερα παραδεκτό ότι σε ένα καινούργιο ΑΝΦΣ κόστους 50-60 εκατομμυρίων ευρώ, που είναι περίπου η τάξη μεγέθους των μέσων που αναφερόμαστε, η αξία του ίδιου του αεροπλάνου είναι μικρό ποσοστό της επένδυσης, με το συντριπτικά μεγαλύτερο να αφορά τον εξοπλισμό. Δεν θα σταματήσουμε καν στην παλαιότερη πρόταση της μετατροπής των ATR 72 της ΟΑ σε ΑΝΦΣ (αν και ήταν σαφώς βιώσιμη), καθώς πλατφόρμες μπορούν να βρεθούν εύκολα και με χαμηλό κόστος. Άρα, απλά η ύπαρξη και μόνο των P-3B σαν αιτία δέσμευσης δύσκολα υποστηρίζει μακροχρόνια δέσμευση.
Είναι μήπως η εμπειρία του ΠΝ στα P-3 παράγοντας που βαρύνει στην απόφαση για μακροχρόνια δέσμευση; Μέχρις ενός σημείου είναι, αλλά δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί κυρίαρχο χαρακτηριστικό στο διαφαινόμενο πρόγραμμα. Η επένδυση αγοράς και αξιοποίησης 4-5 νέων αεροσκαφών θα είχε πιθανότατα χαμηλότερο κόστος (χωρίς τον επιχειρησιακό εξοπλισμό) απ’ ότι η εφαρμογή του προγράμματος δομικής ανακατασκευής-αποκατάστασης των P-3, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που υπάρχουν. Φυσικά, δεν θέλουμε να πιστέψουμε και αυτό που «ψιθυρίζουν» κάποιοι -κλείνοντας το μάτι με νόημα- ότι είναι «έργο που δίνεται στην ΕΑΒ» για να μη φανεί σαν επιδότηση.
Με ανακατασκευασμένα όμως και δομικά άρτια τα P-3, έτοιμα να υπηρετήσουν για 20-25 χρόνια, και αφού έχουν «ξαλαφρώσει» το ΠΝ από 80-100 εκατομμύρια δολάρια, το άλλο και πιο κρίσιμο ερώτημα που τίθεται είναι αυτό του επόμενου βήματος. Προφανώς, ο υπάρχων επιχειρησιακός εξοπλισμός (που δεν έγινε… νεώτερος ούτε βελτιώθηκε από τότε που το ΥΕΘΑ τον χαρακτήριζε επιχειρησιακά ανεπαρκή το 2010) δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τις ανάγκες.
Η λύση που έχει ακολουθηθεί από άλλες χώρες που εκσυγχρόνισαν παλαιά Orion είναι δεδομένη . Σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, μετά τη δομική ανακατασκευή έχει υιοθετηθεί ένα «πακέτο» νέου ολοκληρωμένου επιχειρησιακού εξοπλισμού -προσαρμοσμένου στις ανάγκες τους-, που δεν είναι απαραίτητα οι ίδιες με τις αμερικανικές όταν υπηρετούσαν τα P-3A/B, που αντικαθιστά πλήρως τις υφιστάμενες υποδομές. Η λύση, βέβαια, αυτή έχει ένα μεγάλο κόστος, που είναι αμφίβολο ότι μπορεί να αντέξει το ΠΝ -όχι μόνο σήμερα αλλά και σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα-, καθώς φαίνεται ότι η σχετική πρόθεση είναι η εφαρμογή ενός κλιμακωτού προγράμματος. Θα βρεθούν δηλαδή χρήματα μετά τη δαπάνη των 100 εκατομμυρίων δολαρίων της δομικής ανακατασκευής για υλοποίηση του υπόλοιπου εκσυγχρονισμού, που εκτιμάται ότι θα απαιτήσει άλλα 200-250 εκατομμύρια δολάρια;
Θα επιχειρηθεί η υλοποίηση μιας «ελληνικής λύσης», όπως ακούγεται, με την ανάπτυξη ενός «πακέτου», όπου το σύστημα αποστολής θα εξελίξει συγκεκριμένη ελληνική εταιρία (με εμπειρία στον χώρο) και επιλεκτική αντικατάσταση εξοπλισμού, ώστε το κόστος να κρατηθεί χαμηλά (έναντι ενός «ολοκληρωμένου» υφιστάμενου «πακέτου»), αλλά με όλους τους κινδύνους -τεχνικούς και άλλους- που ενέχει μια τέτοια διαδικασία;
μια «αιρετική» πρόταση για την επαναξιοποίηση των Orion, υπάρχει και ειναι ίσως η δυνατότητα επιλεκτικής προσθήκης/αντικατάστασης εξοπλισμού με λύσεις χαμηλού κόστους, παρακάμπτοντας όμως το «ακανθώδες» ζήτημα της ολοκλήρωσής του στις υφιστάμενες υποδομές του αεροσκάφους (με αντίτιμο, βέβαια, τις υποβαθμισμένες, αλλά ανώτερων των παρόντων, δυνατότητες). Κάποιες από τις προτάσεις είναι σίγουρα ενδιαφέρουσες αλλά και πάλι αποτελούν προσωρινές λύσεις. Επιπλέον, όμως, μια τέτοια επιλεκτική διαδικασία αναβαθμίσεων έχει πεπερασμένους στόχους και -το κυριότερο- γίνεται γοργά οικονομικά ασύμφορη (έναντι συνολικού εκσυγχρονισμού, ο οποίος όμως πρέπει να έχει αποκλειστικά μακροχρόνιες βλέψεις).
Το καίριο όμως ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι: ποιος είναι ο στόχος του ΠΝ για τα P-3B και πόσο μακροχρόνιος είναι.
Διότι, εάν ακολουθείται η πρακτική «προχωρούμε και βλέπουμε», προφανώς τα θέματα που προκύπτουν είναι πολύ μεγάλα. Έτσι, για παράδειγμα, εάν ο στόχος είναι η κάλυψη κάποιων αναγκών, όπως η ναυτική επιτήρηση, ειδικά κάτω από το πρίσμα της AOZ, αυτό που απαιτείται είναι μια πλατφόρμα ειδικά προσαρμοσμένη σε αυτές, πολύ κατώτερη όμως σε εξοπλισμό και -φυσικά- σε κόστος από τα Orion. Εάν η φιλοδοξία (που πιθανότατα αυτό ισχύει) είναι να προστεθούν αργότερα στην πλατφόρμα αυτή και αποστολές ASuW/ASW, είμαστε και πάλι σίγουροι ότι τα P-3B θα πρέπει να είναι η βάση της;
Εάν η απάντηση είναι θετική, υπάρχει, άραγε, η προοπτική να εξεταστούν οι διάφορες πιθανές λύσεις μέσω διεθνούς διαγωνισμού ή το θέμα θα προχωρήσει εκ των ενόντων και με βάση τον «οδικό χάρτη» που είχε προταθεί παλαιότερα και απορρίφθηκε;
Επιπλέον, και ολοκληρώνοντας, εάν και πάλι δεσμευόμαστε (καλώς ή κακώς) με τα Orion, μήπως θα πρέπει να εξεταστεί η πιθανότητα αξιοποίησης του σύνολο του υπαρχόντων αεροσκαφών (ώστε να αυξηθεί η διαθέσιμη βάση), επεκτείνοντας μάλιστα τις αποστολές και σε άλλους τομείς όπου υπάρχουν δεδομένες και χρόνιες ανάγκες, όπως αυτή της SIGINT/ELINT/COMINT, για να αποκτήσει και περισσότερη προστιθέμενη επιχειρησιακή αξία η επένδυση;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
add your comment here