Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

Πλοίο Παράκτιας Μάχης: Η επιβεβαίωση μιας προδιαγεγραμμένης αποτυχίας



Η διαμόρφωση σκάφους trimaran της κλάσης Independence δε φαίνεται ιδανική
 για τη διέλευση διαύλων περιορισμένου πλάτους.
rounded_corners
Posted by pbycat
Η επικείμενη ανακοίνωση σχετικά με τον τύπο που, στο πλαίσιο του προγράμματος Μικρής μονάδας Μάχης Επιφανείας (SSC), θα αποτελέσει τη βελτιωμένη παραλλαγή του Πλοίου Παράκτιας Μάχης (LCS) του Ναυτικού των ΗΠΑ (USN), συμπίπτει χρονικά με την αρχική αποτίμηση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων του LCS, η οποία, προς το παρόν, εμφανίζει αρνητικό πρόσημο. Το πρόγραμμα SSC, το περιεχόμενο του οποίου παραμένει επτασφράγιστο μυστικό,
αποσκοπεί στη δημιουργία μιας νέας κλάσης πλοίων, απαλλαγμένης από κρίσιμα μειονεκτήματα του LCS, όπως η έλλειψη ραντάρ επιτήρησης αέρος διάταξης φάσης, Συστήματος Κατακόρυφης Εκτόξευσης (VLS) αντιαεροπορικών βλημάτων και Βλημάτων Εναντίον Πλοίων (ASM) εκτεταμένης εμβέλειας. Εντούτοις, πιθανότατα θα συνεχιστεί η αμφιλεγόμενη ναυπήγηση αμφότερων των κλάσεων Freedom και Independence από τις εταιρίες Lockheed Martin και Austal αντίστοιχα, μετά την αποχώρηση της General Dynamics από την κοινοπραξία με την τελευταία, μέχρι τη ναυπήγηση 32 μονάδων των δύο αρχικών εκδόσεων. Και αυτό παρά τις συστάσεις τόσο υπηρεσιακών παραγόντων, όπως του Διοικητή των Δυνάμεων Επιφανείας του USN, Αντιναύαρχου Tom Copeman, όσο και ανεξάρτητων φορέων, όπως ενδεικτικά του Κέντρου Αξιολογήσεων Στρατηγικής και Προϋπολογισμού (CSBA), οι οποίοι εισηγήθηκαν τη διακοπή της ναυπήγησης ενός από τους δύο τύπους.
Οι ρίζες του LCS ανάγονται στο Διακλαδικό Αναλυτικό Παίγνιο Πολλαπλών επιχειρήσεων (JMAG), το οποίο διεξήγαγε το USN στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Η καινοτομία του παιγνίου συνίστατο στο γεγονός ότι δεν εκκινούσε από την απόκτηση μίας ακόμη πλατφόρμας, αλλά ενός συνόλου συστημάτων που θα παρείχαν τη δυνατότητα αποτελεσματικής εκτέλεσης αποστολών όχι Θαλάσσιου Ελέγχου, ελλείψει αντιπάλου, αλλά, πλέον, Παράκτιας Μάχης. Το κύριο σενάριο προέβλεπε τον αποκλεισμό των Στενών του Ορμούζ από εχθρική δύναμη, η οποία θα απέκλειε την πρόσβαση και αναχώρηση πετρελαιοφόρων από λιμένες του Περσικού Κόλπου και για το σκοπό αυτό θα χρησιμοποιούσε επάκτιες συστοιχίες ASM, χερσαίο πυροβολικό, μονάδες μεγέθους φρεγάτας, Ταχέα Περιπολικά Κατευθυνόμενων (ΤΠΚ) βλημάτων, μικρότερα παράκτια σκάφη, σύγχρονα υποβρύχια συμβατικής πρόωσης και προηγμένες νάρκες με πυροδοτικούς μηχανισμούς επαφής και επίδρασης ακουστικής, μαγνητικής και πίεσης. Οι εν λόγω φορείς και συστήματα θα αποτελούσαν επάλληλες ζώνες μιας διαστρωματωμένης άμυνας, κάθε μία από τις οποίες θα έπρεπε να εξουδετερωθεί υπό την απειλή των υπόλοιπων. Παρά την επίτευξη εναέριας υπεροχής εντός λίγων ημερών, η υποθετική «Γαλάζια Δύναμη» του USN, αποτελούμενη από ένα αεροπλανοφόρο, δύο αντιτορπιλικά κλάσης Arleigh Burke, δύο φρεγάτες κλάσης Oliver Hazard Perry, δύο επιθετικά υποβρύχια, ένα πετρελαιοφόρο και ένα πλοίο ανεφοδιασμού, αποδείχθηκε ότι θα χρειαζόταν εβδομάδες για την επίτευξη του αντικειμενικού στόχου, επειδή οι πανάκριβες κύριες μονάδες δέχονταν το διαρκές πυρ των επάκτιων συστοιχιών και των ΤΠΚ, ενώ κινδύνευαν θανάσιμα από τα ναρκοπέδια και το χερσαίο πυροβολικό. Ακόμη χειρότερα, το 2002, κατά τη διάρκεια του πολεμικού παιγνίου με την ονομασία Millenium Challenge 2002 (MC02), ο δαιμόνιος Αντιστράτηγος του Σώματος Πεζοναυτών των ΗΠΑ (USMC) Paul Van Riper, ο οποίος διοικούσε την υποτιθέμενη «Ερυθρά Δύναμη» ενός μεσανατολικού κράτους που ομοίαζε σημαντικά με το Ιράν, εξαπέλυσε μαζικές επιθέσεις βλημάτων και ταχυπλόων σκαφών, συμβατικές και αυτοκτονίας, με αποτέλεσμα την εικονική βύθιση ενός αεροπλανοφόρου, δέκα καταδρομικών και έξι πλοίων αμφίβιας επίθεσης του USN και απώλειες της τάξης των 20.000 ανδρών.
rounded_corners
Η κλάση Freedom διαθέτει σκάφος από χάλυβα αλλά υπερκατασκευή από αλουμίνιο, από το οποίο είναι 
εξ ολοκλήρου ναυπηγημένη η κλάση Independence.
Επομένως κρίθηκε ότι χρειαζόταν ένα μικρό πλοίο, εν ανάγκη αναλώσιμο, το οποίο θα μπορούσε να εκτελέσει επιχειρήσεις ένοπλης αναγνώρισης, Ανθυποβρυχιακού Πολέμου (ASW), Πολέμου Επιφανείας (SuW), Αντιμέτρων Ναρκών (MCM) και καταστολής ασύμμετρων χερσαίων απειλών. Η ικανοποίηση αυτών των απαιτήσεων θα επέτρεπε παράλληλα την εκτέλεση επιχειρήσεων Θαλάσσιας Άρνησης, συλλογής πληροφοριών, παράκτιας συνοδείας και συνεργασίας με δυνάμεις ειδικών επιχειρήσεων, προκειμένου να εξουδετερωθεί η στρατηγική Αντί-Πρόσβασης / Άρνησης Περιοχής (A2/AD) αναδυόμενων ναυτικών δυνάμεων του Περσικού Κόλπου και της λεκάνης του Ινδικού / Ειρηνικού Ωκεανού. Οι απαιτήσεις αυτές ευθύνονται για την αντίληψη που ανεπίσημα αποκαλούταν «Μαχητής του δρόμου» («Streetfighter»), δηλαδή ένα σκάφος με μέγιστη ταχύτητα 50 kts και χωρίς κατάστρωμα πτήσης ή δυνατότητα αυτόνομης ανάπτυξης (self-deployment) στις περιοχές επιχειρήσεων. Στη συνέχεια όμως οι δύο τελευταίες ελλείψεις αποκαταστάθηκαν, με παράλληλη διατήρηση της απαίτησης υψηλής μέγιστης ταχύτητας, με αποτέλεσμα να προκύψει ένα πλοίο με μέγεθος ελαφρά μεγαλύτερο εκείνου ενός αντιτορπιλικού συνοδείας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ελαχιστοποιημένο βύθισμα, εκτεταμένη αυτονομία και υψηλή μέγιστη ταχύτητα. Βασικά επιθυμητά χαρακτηριστικά του αποτελούσαν επίσης η ενοποίηση γέφυρας και Κέντρου Πληροφοριών Μάχης (ΚΠΜ), η περιορισμένη παρατηρησιμότητα, η εγκατάλειψη της χρήσης αλουμινίου, η εκτεταμένη χρήση αυτοματισμών με σκοπό τον περιορισμό του πληρώματος, η δυνατότητα συντήρησης εν πλω, η χρήση νέων μορφών σκάφους, η έμφαση στις επιχειρήσεις ελικοπτέρων και Μη επανδρωμένων Εναέριων Οχημάτων (UAV) και η δυνατότητα αντιμετώπισης απειλών από την ξηρά, πάντοτε όμως υπό την προστασία μονάδων εξοπλισμένων με το Σύστημα Διεύθυνσης Μάχης Aegis. Τα οπλικά συστήματα θα περιλάμβαναν πυροβόλο διαμετρήματος 57-76 mm και κατευθυνόμενα αντιαεροπορικά βλήματα μέσης ακτίνας και ASM, αμφότερα μέσης ακτίνας. Προκειμένου η απαίτηση πολλαπλών αποστολών να μην οδηγήσει σε υπέρμετρη αύξηση του μεγέθους του, επιλέχθηκε η αντίληψη της «τμηματικότητας» (modularity), με την εγκατάσταση και εναλλαγή του εκάστοτε απαιτούμενου Πακέτου Αποστολής (Mission Package: MP), ακόμη και σε επίπεδο θεάτρου επιχειρήσεων.
Εντούτοις, το πρόγραμμα εξελίχθηκε κατά ανορθολογικό τρόπο, ιδίως μετά την εισήγηση του USN προς το Κογκρέσο, το Νοέμβριο 2010, να αποκτηθούν αμφότεροι οι τύποι των κλάσεων Freedom (LCS-1) και Independece (LCS-2), που καθελκύσθηκαν στις 23 Σεπτεμβρίου 2006 και 30 Απριλίου 2008 αντίστοιχα. Η επιλογή αυτή αιτιολογήθηκε με τα επιχειρήματα της τόνωσης του ανταγωνισμού μεταξύ των κατασκευαστών και της αξιοποίησης των πλεονεκτημάτων εκάστης σχεδίασης. Στην πραγματικότητα όμως, πρόκειται για δύο ξεχωριστές κλάσεις πλοίων, με διαφορετικές ικανότητες και περιορισμούς, που επηρεάζουν την ανάθεση αποστολών και την ανάπτυξη σε περιοχές επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, αναφέρεται ότι η κλάση Freedom επιδεικνύει υψηλότερες δυνατότητες στον Πόλεμο Επιφανείας, διαθέτοντας υψηλότερη ευελιξία, ενώ η κλάση Independence στον Ανθυποβρυχιακό Πόλεμο και τις επιχειρήσεων Αντιμέτρων Ναρκών, λόγω της εκτεταμένης αυτονομίας και του μεγαλύτερων διαστάσεων καταστρώματος πτήσης. Παράλληλα, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις αξιοπιστίας και συντήρησης, προκρίθηκε η επάνδρωση από ολιγομελές πλήρωμα 40 ανδρών, στους οποίους προστίθενται ακόμη 15-19 για κάθε MP, καθώς και τα 23 μέλη του αεροπορικού αποσπάσματος. Εντούτοις, το πλήρωμα αυτό δεν επαρκεί για την υποστήριξη παρατεταμένων περιόδων επιχειρήσεων, την ταυτόχρονη εκτέλεση διαφορετικών αποστολών, τον έλεγχο καταστροφών και την προγραμματισμένη συντήρηση. Για την επίλυση του προβλήματος αυτού αναπτύχθηκε σύστημα συντήρησης και εφοδιαστικής υποστήριξης, βασισμένο σε υπολογιστές εγκατεστημένους στην ξηρά, οι οποίοι μεταβιβάζουν στα πλοία τα απαιτούμενα στοιχεία μέσω ζεύξης δεδομένων, η οποία όμως αποτελεί το αδύναμο σημείο του συστήματος και ενδεχομένως θα αποτύγχανε σε επιχειρησιακές συνθήκες. Επίσης, επιλέχθηκε η συντήρηση από υπεργολάβους και πολιτικό προσωπικό, οι οποίοι όμως θα πρέπει να διαθέτουν την αμερικανική ιθαγένεια και να μεταβαίνουν αεροπορικώς προς τα θέατρα επιχειρήσεων, μαζί με τα απαραίτητα ανταλλακτικά και άλλα υλικά. Ως αποτέλεσμα, σχεδιάζεται η επέκταση του πληρώματος στα 98 μέλη, γεγονός που θα περιορίσει την αυξημένη κόπωση που παρατηρήθηκε στις περιπτώσεις απομακρυσμένης ανάπτυξης του πλοίου.
rounded_corners
Η κλάση Independence υπερέχει σαφώς σε αυτονομία και διαθέσιμο εσωτερικό χώρο, σε σύγκριση με την
 κλάση Freedom.
Επιπλέον, το πρόγραμμα γνωρίζει σημαντικές υπερβάσεις κόστους: Το αρχικό κόστος μονάδας υπολογιζόταν στα $220 εκατ., όμως η ενσωμάτωση πρόσθετων επιχειρησιακών δυνατοτήτων το διπλασίασε, με αποτέλεσμα να φθάσει στο ποσό των $475 εκατ. για τη σχεδίαση της Lockheed Martin και $465 εκατ. για εκείνη της Austal, σε τιμές Οικονομικού Έτους 2012. Πάντως το Μάρτιο 2013 ανακοινώθηκε σύμβαση για τέσσερα ακόμη πλοία των κλάσεων Freedom και Independence, από την οποία προκύπτει ότι το κόστος μονάδας είναι πλέον $348 εκατ. και $341 εκατ. αντίστοιχα. Τον Ιούλιο 2013 εκδόθηκε η πολυαναμενόμενη έκθεση του Γραφείου Κυβερνητικής Λογοδοδίας (GAO), από περικοπές της οποίας προκύπτει μία ιδιαίτερα ζοφερή εικόνα τόσο για τις επιχειρησιακές δυνατότητες του πλοίου, όσο και για τη συνολική διαχείριση του προγράμματος: «…Το τρέχον πρόγραμμα LCS δεν είναι το πρόγραμμα που το USN είχε οραματισθεί πριν μια δεκαετία. Οι αρχικές εκτιμήσεις κόστους έχουν ξεπερασθεί σημαντικά. Το Ναυτικό δεν έχει επιτύχει να εισαγάγει το πλοίο ή τις σχεδιαζόμενες δυνατότητές του σε υπηρεσία, ταχύτερα από προηγούμενα προγράμματα, όπως σχεδίαζε…», «…Έως ότου το Ναυτικό παγιώσει τις απαιτήσεις και αντιλήψεις του για το LCS, ούτε το Κογκρέσο ούτε το USN μπορούν να είναι βέβαια περί του ότι το LCS είναι το κατάλληλο σύστημα για τις ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων. Υπάρχουν πολλές αβεβαιότητες για τη νέα αντίληψη που προωθεί το USN. Το Ναυτικό έχει ακόμη πολλά να μάθει σχετικά με τα εν λόγω πλοία, την ολοκληρωμένη δυνατότητα που σχεδιάζεται να παρέχουν όταν εξοπλισθούν με τα πακέτα αποστολής και πώς η συνολική αντίληψη του LCS θα εφαρμοσθεί…», καταλήγει η έκθεση, προτείνοντας παράλληλα την αναστολή της διαπραγμάτευσης για ακόμη 24 μονάδες, η οποία προγραμματιζόταν για το 2016.
Η σημαντικότερη καινοτομία του LCS είναι, όπως είναι προφανές, τα MP για επιχειρήσεις ASW, SuW και MCM. Το τελευταίο θα επιτρέψει την αντικατάσταση των Ωκεανοπόρων Ναρκαλιευτικών (MSO) κλάσης Avenger από το έτος 2015 και θα στηρίζεται στο Εναέριο Σύστημα Λέιζερ Ανίχνευσης Ναρκών (ALMDS), εγκατεστημένο σε ελικόπτερο Seahawk, το Εναέριο Σύστημα Αδρανοποίησης Ναρκών (AMNS) και το Τηλεχειριζόμενο Σύστημα Ναρκοθηρίας (RMS), που αποτελείται από σόναρ AQS-20A εγκατεστημένο σε Τηλεχειριζόμενο Όχημα Πολλαπλών Χρήσεων (RMMV), του οποίου ο Μέσος Χρόνος Μεταξύ Βλαβών αυξήθηκε τελικά από τις οκτώ στις 200 ώρες. Το βάρος του σόναρ απέτρεψε την εγκατάστασή του σε ελικόπτερο Seahawk ή Knighthawk, επειδή δεν επέτρεπε την πτήση με έναν κινητήρα σε περίπτωση απώλειας του άλλου. Το ALMDS, ενώ σχεδιάσθηκε ως σύστημα μονής διέλευσης (single-pass), επέδειξε ρυθμό ψευδών συναγερμών που επιβάλλει πλέον πολλαπλές διελεύσεις, ενώ το AMNS, το οποίο καθοδηγείται από χειριστή που επιβαίνει σε ελικόπτερο, αντιμετώπισε προβλήματα αποκοπής της οπτικής ίνας που το συνδέει με το ποντιζόμενο έλκηθρο, τα οποία επιδεινώθηκαν από τη δυσχέρεια των χειριστών να εμπλέκουν νάρκες. Τα προβλήματα αυτά θα μπορούσαν να αμβλυνθούν με την εισαγωγή του Επάκτιου Συστήματος Αναγνώρισης και Ανάλυσης Πεδίου μάχης (COBRA) επί UAV MQ-8B Fire Scout, του Μη επανδρωμένου Συστήματος Αλιείας Επιφανείας (USSS) και του μη επανδρωμένου υποβρύχιου οχήματος Knifefish, εκ των οποίων το δεύτερο ελπίζεται ότι θα τεθεί σε υπηρεσία το έτος 2017 και το τελευταίο κινδυνεύει να πέσει θύμα της αυτόματης περικοπής δαπανών (sequestration).
rounded_corners
H πρυμναία καθέλκυση συστημάτων δυσχεραίνεται σε ορισμένες περιπτώσεις από το ρεύμα που
 δημιουργούν οι υδροστρόβιλοι των δύο κλάσεων LCS.
Από την άλλη, το MP που προορίζεται για επιχειρήσεις SuW είναι το απλούστερο των τριών, περιλαμβάνοντας πυροβόλο Mk110 των 57 mm και, κυρίως, ελικόπτερο MH-60R και δύο UAV MQ-8B. Μετά την ακύρωση της συμμετοχής του Στρατού των ΗΠΑ στην ανάπτυξη του διακλαδικού Συστήματος Εκτόξευσης Μη-Γραμμικής Θέας (NLOS-LS), βεληνεκούς της τάξης των 40 km, ανακοινώθηκε, το 2011, ότι στα πλοία θα εγκαθίστατο το βλήμα Griffin IIB, με βεληνεκές της τάξης των 8 km μόλις, για να ακολουθήσει η αντικατάσταση του τελευταίου από μία τροποποιημένη έκδοση του βλήματος AGM-114L Longbow Hellfire, με συγκρίσιμο βεληνεκές. Μάλιστα, απαιτείται η αφαίρεση των βλημάτων προκειμένου να εξευρεθεί χώρος για το άγημα Επίσκεψης, Επιβίβασης, Έρευνας και Κατάσχεσης (VBSS) του USN. Παρά τη δοκιμαστική εκτόξευση Βλήματος Ναυτικής Κρούσης (NSM) από το LCS-4 Coronado στις 23 Σεπτεμβρίου 2014, η Διοίκηση Ναυτικών Θαλάσσιων Συστημάτων (NAVSEA) του USN ανακοίνωσε ότι δεν υπάρχει απαίτηση για το NSM, ούτε σχέση μεταξύ της δοκιμής και του προγράμματος SSC. Συνεπώς οι δυνατότητες του LCS στον εν λόγω τομέα στηρίζονται στο ελικόπτερο και περιορίζονται δραστικά σε περίπτωση απώλειάς του ή αδυναμίας εκτέλεσης αποπροσνηώσεων. Ως αποτέλεσμα, αντίθετα με τον αρχικό σχεδιασμό, το πλοίο δεν μπορεί να λειτουργήσει ανεξάρτητα, ούτε να χρησιμοποιηθεί σε περιβάλλον υψηλής απειλής, εκτός αν συνοδεύεται από αντιτορπιλικά ή καταδρομικά κατευθυνόμενων βλημάτων, τα οποία παρέχουν επαρκή προστασία. Το MP για αποστολές ASW είναι το ωριμότερο από άποψη τεχνολογίας, επειδή στηρίζεται σε υποσυστήματα ήδη σε υπηρεσία και ειδικότερα στο ελικόπτερο MH-60R, καθώς και στο Ενεργό Σόναρ Χαμηλής Συχνότητας (LFAS) συρόμενης διάταξης Type 2087, το οποίο έχει επίσης εγκατασταθεί στις φρεγάτες Type 23 του Βρετανικού Ναυτικού (RN). Παρ’ όλα αυτά, δεν έχουν εγκατασταθεί στο πλοίο συστήματα εξαπόλυσης ανθυποβρυχιακών τορπιλών. Σημαντικό πρόβλημα αποτελεί το γεγονός ότι το βάρος του εν λόγω MP ήδη υπερβαίνει το περιθώριο των 105 t που επιτρέπει η αρχική σχεδίαση, ενώ το ίδιο θα συμβεί με την τελική διαμόρφωση του MP για επιχειρήσεις MCM. Θεωρητικά είναι δυνατή η εναλλαγή των MP εντός 72 ωρών, μόνον όμως εφόσον είναι διαθέσιμα στο θέατρο επιχειρήσεων του πλοίου. Στην πραγματικότητα όμως, η προϋπόθεση αυτή αγνοεί τους ανυπέρβλητους περιορισμούς που θέτει η εφοδιαστική υποστήριξη, επειδή απαιτούνται μεταξύ 30 και 60 ημερών για την αποστολή των MP στις περιοχές ανάπτυξης του πλοίου, το οποίο δε θα είναι διαθέσιμο για χρονικό διάστημα μεταξύ 12-29 ημερών. Προς το παρόν, σχεδιάζεται η απόκτηση 64 MP (24 MCM, 24 SuW, 16 ASW και 18 διακριτά RMMV), έναντι συνολικού κόστους $1.6 δισ., όμως ο αριθμός των Πακέτων Αποστολής SuW και ASW πιθανότατα θα περικοπεί.
rounded_corners
Η εμμονή του USN στην επίτευξη υψηλής μέγιστης ταχύτητας θυσιάζει καίρια στοιχεία εξοπλισμού 
και χαρακτηριστικά επιβιωσιμότητας του LCS.
Ο περιορισμένος εξοπλισμός μάχης του LCS εξηγεί εν μέρει μόνο τις σφοδρές αντιδράσεις για τη διαφαινόμενη μειωμένη επιβιωσιμότητά του. Η εμμονή στην επίτευξη μέγιστης ταχύτητας άνω των 40 kts οδήγησε στη χρήση αλουμινίου στην υπερκατασκευή της κλάσης Freedom και σε ολόκληρο το σκάφος της κλάσης Independence, εγκαταλείποντας βασική σχεδιαστική προτεραιότητα. Εντούτοις, είναι αβέβαιο αν η μέγιστη ταχύτητα του LCS θα υπερβαίνει εκείνη των ταχύπλοων τα οποία σχεδιάσθηκε να αντιμετωπίζει, ούτε φαντάζει ως ρεαλιστικό το ενδεχόμενο να αναπτύξει ένα πλοίο εκτοπίσματος 3.000t μέγιστη ταχύτητα 40 kts προκειμένου να… διαφύγει από τέτοια σκάφη. Κατά τη διενέργεια ανθυποβρυχιακών ή αντιναρκικών επιχειρήσεων η ταχύτητα πορείας του πλοίου θα είναι κατά πολύ χαμηλότερη, ενώ το ίδιο ισχύει κατά τη φάση αποπροσνήωσης του ελικοπτέρου και των UAV. Η μέγιστη ταχύτητα των 40 kts, όταν τελικά επιτευχθεί, προσφέρει ελάχιστη προστασία από επιθέσεις τορπιλών ταχύτητας 60-70 kts και απολύτως καμία σε περίπτωση επίθεσης ASM. Τέλος, υψηλή ταχύτητα δεν μπορεί να διατηρηθεί σε αβαθή ύδατα, σε περιοχές με πυκνή ναυσιπλοΐα ή υπό αντίξοες καιρικές συνθήκες. Για τους λόγους αυτούς θα αρκούσε μέγιστη ταχύτητα της τάξης των 35 kts, η οποία θα συνεπαγόταν άμεσο περιορισμό του κόστους, δεδομένου ότι ποσοστό 30-40% του κόστους του σκάφους, καθώς και των μηχανολογικών και ηλεκτρικών συστημάτων του συνδέεται άμεσα με την απαίτηση υψηλής μέγιστης ταχύτητας.
Τον Ιανουάριο 2013 εκδόθηκε η έκθεση του Διευθυντή Επιχειρησιακών Δοκιμών και Αξιολόγησης (DOT&E) του Γραφείου του Υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ, σύμφωνα με το συμπέρασμα της οποίας «το LCS δεν αναμένεται να είναι επιβιώσιμο, υπό την έννοια ότι δεν αναμένεται να διατηρεί ικανότητα μάχης, μετά από σοβαρό πλήγμα σε εχθρικό περιβάλλον μάχης». Η διάκριση της επιβιωσιμότητας των μονάδων μάχης του USN κλιμακώνεται σε τρία επίπεδα: Στα πλοία του Επιπέδου Ι (Level I) ανήκουν περιπολικά, πλοία MCM, υποστήριξης και ανεφοδιασμού, τα οποία αναμένεται να επιχειρούν σε περιβάλλον ήπιας απειλής, μακριά από την περιοχή επιχειρήσεων Συγκροτήματος Μάχης Αεροπλανοφόρου (CVBG). Τα πλοία αυτά απαιτείται να είναι αξιόπλοα υπό αντίξοες καιρικές συνθήκες και να διαθέτουν συστήματα αντιμετώπισης πυρκαγιάς ή διαρροής, ενίσχυση κατά Ηλεκτρομαγνητικού Παλμού (EMP) και προστασία από πυρηνική, βιολογική και ραδιολογική μόλυνση, όμως δεν αναμένεται να μάχονται μετά από πλήγμα. Τα πλοία εφοδιαστικής υποστήριξης και αμφίβιας επίθεσης, καθώς και οι φρεγάτες κλάσης Oliver Hazard Perry ανήκουν στο Επίπεδο II και επιχειρούν υπό συνθήκες οξύτερης απειλής, ιδίως προς υποστήριξη του CVBG σε περιοχή επιχειρήσεων. Διαθέτουν όλα τα χαρακτηριστικά των πλοίων του Επιπέδου Ι, επιπλέον δε εφεδρικότητα στα κύρια και βοηθητικά συστήματα, αυξημένη δομική αντοχή και διαμερισματοποίηση, προστασία από συμβατικές και πυρηνικές εκρήξεις και περιορισμένη παρατηρησιμότητα. Το υψηλότερο Επίπεδο III ανήκει στα αεροπλανοφόρα, καταδρομικά και αντιτορπιλικά, τα οποία διαθέτουν το σύνολο των προηγούμενων χαρακτηριστικών και επιπλέον πρόσθετα συστήματα αυτοπροστασίας, ελέγχου καταστροφών και χαρακτηριστικά βαθμιαίας υποβάθμισης (graceful degradation) δυνατοτήτων μάχης μετά από πλήγμα κατευθυνόμενου βλήματος, τορπίλης ή νάρκης. H επιβιωσιμότητα του LCS κατατάχθηκε στο Επίπεδο I+ και μάλιστα αφού λήφθηκε υπ’ όψη η υψηλή ταχύτητα και η ευελιξία του. H υπερκατασκευή από αλουμίνιο απειλείται θανάσιμα ακόμη κι από επιθέσεις RPG. Επομένως η ικανότητα απορρόφησης πληγμάτων του LCS είναι χαμηλότερη της κλάσης Oliver Hazard Perry και ανώτερη μόνο των MSO κλάσης Avenger, με σκάφος και υπερκατασκευή από ξύλο! Το συμπέρασμα αυτό οδήγησε μέλη της Υποεπιτροπής Πιστώσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων, τόσο Ρεπουμπλικάνους όσο και Δημοκρατικούς, σε συνεδρίαση σχετική με την άμυνα στις 7ης Μαΐου 2013, να διατυπώσουν τους καυστικούς ισχυρισμούς ότι «το LCS στην πραγματικότητα είναι πλοίο υποστήριξης, παρά μονάδα μάχης» και ότι «κανένα άλλο πλοίο δεν απαιτεί υπεργολάβους καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάπτυξής του σε περιοχές επιχειρήσεων». Σε ανάλογο σχόλιο για την επιβιωσιμότητα του LCS, χωρίς να το κατονομάζει, προέβη η υπηρεσιακή Υφυπουργός Άμυνας Christine Fox στις 11 Φεβρουαρίου 2014, αναφέροντας επί λέξει: «Χρειαζόμαστε περισσότερα πλοία με την απαραίτητη προστασία και ισχύ πυρός ώστε να επιβιώσουν απέναντι σε έναν πιο προηγμένο στρατιωτικά αντίπαλο».
rounded_corners
Διάγραμμα που απεικονίζει το βεληνεκές των εγκατεστημένων ASM σε μονάδες επιφανείας των USN και PLAN. Το βλήμα Griffin έχει αντικατασταθεί από έκδοση του βλήματος Hellfire.
Κρισιμότερη όμως από την επανειλημμένη εκδήλωση βλαβών στις πετρελαιοκίνητες ηλεκτρομηχανές Isotta Fraschini V1708 της κλάσης Freedom, των οποίων ο Μέσος Όρος Μεταξύ Αστοχιών (MTBF) αγγίζει τις 450 ώρες, έναντι συμβατικής πρόβλεψης για σχεδόν διπλάσιες, ήταν για το LCS η έκδοση ενός εγγράφου, της περιβόητης «Έκθεσης Perez». Στις 6 Ιανουαρίου 2012 ο Υπαρχηγός Ναυτικών Επιχειρήσεων του USN Ναύαρχος Mark Ferguson ανέθεσε στον Υποναύαρχο Samuel Perez, επικεφαλής δεκαμελούς ομάδας επιτελών, να αξιολογήσει την ετοιμότητα του USN να υποδεχθεί, χρησιμοποιήσει και αναπτύξει (receive, employ and deploy) το LCS. Ως αξιωματικός, ο Perez έχει διατελέσει μεταξύ άλλων Κυβερνήτης του καταδρομικού CG-49 Vincennes, Διοικητής της 15ης Μοίρας Αντιτορπιλικών (DESRON 15), υπεύθυνος ολοκλήρωσης προγραμμάτων στον Οργανισμό Άμυνας Βαλλιστικών Βλημάτων (BMDO), επικεφαλής του κλάδου Νέων Πλοίων στο Αρχηγείο Ναυτικών Επιχειρήσεων, επιτελής του αμερικανικού Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας και Διοικητής του 1ου Συγκροτήματος Κρούσης Αεροπλανοφόρου (CSG 1), θέση στην οποία αντικαταστάθηκε δύο μήνες πριν την ανάθεση της αξιολόγησης. Στην Εκτελεστική Περίληψη της Έκθεσης, η οποία παραμένει αδημοσίευτη, ανέφερε επί λέξει τα εξής: «…Το πρώτο βήμα για τη διόρθωση του LCS αποτελεί ο προσδιορισμός της ορθής Αντίληψης Επιχειρήσεων (CONOPS). Το Ναυτικό διαφημίζει το LCS ως αντικαταστάτη για πλοία τριών κλάσεων: φρεγάτες κατευθυνόμενων βλημάτων (FFG), πλοία MCM και περιπολικά σκάφη (PC). Οι σχεδιαστές του LCS πίστευαν ότι η τμηματική σχεδίαση του LCS θα του επέτρεπε να εκτελεί ικανοποιητικά αποστολές στο σύνολο του φάσματος επιχειρήσεων που αναλαμβάνουν αυτοί οι τρεις τύποι πλοίων, με αποτέλεσμα το Ναυτικό να συντάξει αντίστοιχα την αρχική CONOPS. Η προκείμενη έκθεση υπογραμμίζει το κενό ανάμεσα στις δυνατότητες του πλοίου και τις αποστολές που το LCS θα απαιτείται να εκτελεί».
«Υπάρχουν δύο επιλογές: Η σύνταξη μιας CONOPS που θα ταιριάζει στις τρέχουσες δυνατότητες του πλοίου ή η τροποποίηση του πλοίου προκειμένου να ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες των Διοικητών Θεάτρων [Επιχειρήσεων]. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, το LCS δεν είναι μια μικρότερη φρεγάτα, ούτε όμως προοριζόταν αποκλειστικά για περιπολικό σκάφος. Στην τρέχουσα σχεδίασή του, το LCS παρέχει στο Διοικητή Θεάτρου εστιασμένες δυνατότητες σε παράκτια ύδατα. Αποτελεί ιδανικό συνεργατικό απόκτημα το οποίο μπορεί να αυξήσει την παρουσία των ΗΠΑ σε πολλές περιοχές, στις οποίες το Ναυτικό προηγουμένως δεν είχε πρόσβαση. Οι υπεύθυνοι σχεδιασμού πρέπει να φροντίσουν ώστε να διαθέσουν το LCS σε κατάλληλες περιοχές επιχειρήσεων και σε αποστολές οι οποίες να ανταποκρίνονται ιδιαίτερα στις δυνατότητές του. Τα τρέχοντα χαρακτηριστικά του πλοίου περιορίζουν τις επιχειρήσεις σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι οραματίζονταν οι υπεύθυνοι για την ανάπτυξη της CONOPS, των Απαιτούμενων Επιχειρησιακών Δυνατοτήτων και του Προβλεπόμενου Επιχειρησιακού Περιβάλλοντος (ROC/POE). Με την τωρινή διαμόρφωση, τα χαρακτηριστικά του LCS επιβάλλουν το συχνότερο ελλιμενισμό του, με σκοπό τον ανεφοδιασμό, την ανάπαυση του πληρώματος και τη διενέργεια συντήρησης. Η δεύτερη επιλογή περιλαμβάνει την τροποποίηση του πλοίου, προκειμένου να υποστηρίζει τις απαιτήσεις των Ενόπλων Δυνάμεων. Η έκθεσή μας εντόπισε ευκαιρίες για την τροποποίηση περισσότερων χαρακτηριστικών του πλοίου, προκειμένου να ευθυγραμμιστεί στενότερα με την πρόθεση της αρχικής CONOPS. Αυτές οι τροποποιήσεις θα επιτρέψουν επίσης στο LCS να αναλάβει πληρέστερα τους επιχειρησιακούς ρόλους των τριών τύπων πλοίων. Η τρέχουσα δομή επάνδρωσης δεν παρέχει επαρκές βάθος για την εκτέλεση της CONOPS, την ικανοποίηση των απαιτήσεων ROC/POE και την υποστήριξη της αντίληψης προωθημένων επιχειρήσεων. Προς το παρόν, η επάνδρωση του LCS θυσιάζει τις επιχειρησιακές δυνατότητές του και την αξιοπιστία των συστημάτων του και απαιτεί έμπειρα στελέχη σε αριθμούς που πολλοί θεωρούν αδύνατους. Η ανάθεση της συντήρησης με σύμβαση, την οποία επιτάσσει κυρίως ο μικρός αριθμός των μελών του πληρώματος, είναι ανεπαρκής για τη συντήρηση των απαιτούμενων συστημάτων, καθώς και τη διαθεσιμότητα του σκάφους και πιθανόν θα θέσει υπερβολικούς περιορισμούς σε ανεπτυγμένες μονάδες».
«Αρχικά, οι σχεδιαστές οραματίζονταν την τμηματική σχεδίαση ως μέθοδο ταχείας αντικατάστασης των MP, εφοδιάζοντας το πλοίο με ένα τακτικό μέσο μετάβασης από τη μία αποστολή στην άλλη. Η πραγματικότητα της εφοδιαστικής υποστήριξης, ειδικά εκείνης που αφορά ναυτικές δυνάμεις ανεπτυγμένες σε περιοχές επιχειρήσεων, υποδεικνύει ότι το χρονοδιάγραμμα αντικατάστασης των MP θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τους πόρους και δυνατότητες εφοδιαστικής υποστήριξης εντός θεάτρου. Οι προκλήσεις του εφοδιασμού και της εκπαίδευσης που σχετίζονται με την αντικατάσταση MP οδηγούν πολλούς επιχειρησιακούς διοικητές στην πρόβλεψη ότι τα πλοία θα διατηρούν τα εγκατεστημένα MP για εκτεταμένες χρονικές περιόδους. Η τμηματική σχεδίαση μπορεί να παραμένει εξαιρετικά επιθυμητή δυνατότητα, όμως η απόφαση αντικατάστασης των MP θα είναι περισσότερο επιχειρησιακή, παρά τακτική. Δεδομένων των προκλήσεων και του χρονοδιαγράμματος που σχετίζονται με την αντικατάσταση MP, όλοι οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να κατανοήσουν τους τρέχοντες περιορισμούς της τμηματικής σχεδίασης. Στο μεταξύ, οι τρέχουσες δυνατότητες που παρέχουν δύο από τα τρία MP υπολείπονται των προδιαγραφών που απαιτούνται για την πλήρωση της CONOPS. Το MP για αποστολές ASW καθυστερεί. Το MP Αντιμέτρων Ναρκών βρίσκεται πίσω στο χρονοδιάγραμμα και πρέπει να υπερβεί ορισμένα ακόμη εμπόδια, αλλά η εισαγωγή του στο στόλο πλησιάζει» [η αναφορά στο MP Πολέμου Επιφανείας έχει λογοκριθεί – ίσως είναι ευνόητο γιατί!].
rounded_corners
Το ολιγομελές πλήρωμα του LCS αποδείχθηκε αριθμητικά ανεπαρκές και ήδη σχεδιάζεται η αύξησή του.
«Επίσης, η δομή ελάχιστης επάνδρωσης του LCS απαιτεί πλήρωμα με εξαιρετικά υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, πριν ακόμη να επιβιβαστεί στο πλοίο. Αντίθετα με την προσέγγιση που ακολουθείται στα περισσότερα πλοία, κάθε μέλος του πληρώματος ειδικεύεται στο σταθμό εργασίας του προτού παρουσιαστεί (αντίληψη Εκπαίδευσης Για Ειδίκευση, Train To Qualify: T2Q). Προχωρώντας ένα βήμα πέρα από τη δομή που ακολουθείται στα πλοία του USN, τα μέλη του πληρώματος του LCS παρουσιάζονται διαθέτοντας ήδη δεξιότητες ειδικευμένου ναύτη και ενοποιούνται ως ομάδα, ολοκληρώνοντας την πιστοποίησή τους (αντίληψη Εκπαίδευσης Για Πιστοποίηση, Train To Certify: T2C), πριν επιβιβαστούν σε συγκεκριμένο πλοίο σαν έτοιμη ομάδα. Η απαίτηση παραγωγής ειδικευμένων ναυτών συνεπάγεται χρονοβόρα διαδικασία εκπαίδευσης, η οποία σε πολλές περιπτώσεις κυμαίνεται μεταξύ 18 και 24 μηνών. Τέλος, αναφορικά με τη ναυπήγηση περαιτέρω μονάδων, οι δύο τύποι σκαφών και τα συστήματα πλοίου αποτρέπουν οικονομίες κλίμακας στους τομείς του εξοπλισμού, της συντήρησης και της εκπαίδευσης. Η αύξηση της ομοιογένειας θα συμπιέσει τα κόστη και θα μεγιστοποιήσει την ευελιξία ανάθεσης πληρωμάτων, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι εναλλάξιμα ανάμεσα στις δύο εκδόσεις…». Ίσως όχι συμπτωματικά, μετά την υποβολή της έκθεσής του, ο Perez προήχθη και μετατέθηκε στο Γραφείο Πολιτικών-Στρατιωτικών Υποθέσεων του State Department, όπου πιθανότατα θα υπηρετήσει έως το τέλος της σταδιοδρομίας του. Στρατιωτικοί αναλυτές παρατήρησαν ότι η μετάθεση μάχιμου ανώτατου αξιωματικού του USN στο State Department ισοδυναμεί με την τοποθέτηση ενός στρατηγού του Κόκκινου Στρατού ως διοικητή σε στρατόπεδο της Σιβηρίας!
Καταληκτικά, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι το μείζον πρόβλημα του LCS έγκειται στη σχεδίαση ενός εξ ολοκλήρου νέου πλοίου χωρίς ξεκάθαρη αντίληψη των επιχειρήσεων στις οποίες πρόκειται να χρησιμοποιηθεί. Η τμηματική αντικατάσταση εξοπλισμού αποστολής διευκολύνει τη δυνατότητα εκτέλεσης πολλαπλών αποστολών, όμως το πλεονέκτημα αυτό παραμένει αναξιοποίητο, όσο η ασαφής αντίληψη επιχειρήσεων παρατείνει την εκκρεμότητα στην επιλογή των συστημάτων μάχης που θα την υπηρετούν. Η εμμονική απαίτηση του USN για επίτευξη υψηλής μέγιστης ταχύτητας σε συνδυασμό με την παραδοσιακή αντιπάθειά του για σκάφη μεγέθους ΤΠΚ, οδήγησαν στη δημιουργία ενός πλοίου υπερβολικά μεγάλου και ταχέος για αποστολές ναρκοπολέμου και περιπολίας, στερούμενου όμως την ισχύ πυρός και τα χαρακτηριστικά επιβιωσιμότητας που προσιδιάζουν σε φρεγάτα γενικών καθηκόντων. Εκτιμάται ότι η έμφαση στα δύο τελευταία χαρακτηριστικά θα αποτελέσει βασική προτεραιότητα του προγράμματος SSC, κατά το οποίο αναμένεται να εξετασθούν περισσότερο «ορθόδοξοι» τύποι πλοίων, όπως η Διεθνής Παραλλαγή των κλάσεων Freedom και Independence, η Φρεγάτα Περιπολίας 4921, στηριζόμενη στην Άκατο Εθνικής Ασφάλειας (National Security Cutter) κλάσης Legend της Ακτοφυλακής των ΗΠΑ (USCG) και η φρεγάτα τύπου F100 κλάσης Alvaro de Bazan.



 e-amyna

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

add your comment here